- κατάνεμος
- κατάνεμος, -ον (Α)κατήνεμος, εκτεθειμένος στους ανέμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. επ-άνεμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανέμων — κατάνεμος masc/fem/neut gen pl κατανέμω distribute pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανεμούμαι — κατανεμοῡμαι, έομαι (Α) [κατάνεμος] σείομαι από τον άνεμο … Dictionary of Greek